.ίρων — ἵ̱ρων , ἱερόω consecrate imperf ind act 3rd pl (doric ionic aeolic) ἵ̱ρων , ἱερόω consecrate imperf ind act 1st sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰρῶν — Ἴρη fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱρῶν — Ἱρή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴρων — Ἴ̱ρων , Ἶρος an Irus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALCHA — apud Plin. l. 25. c. 8. Est et buphthalmos similis boum oculis foliô foeniculi circa oppida nascens fruticosa caulibus, qui et manduntur decocti. Quidam Calchan vocant. Ita veteres libri: dioscorides habet κάχλαν, Siculi κάλθαν dixêre, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
επισκευή — η (AM ἐπισκευή) [σκευή] επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.) αρχ. 1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.) 2. υλικά για επισκευή… … Dictionary of Greek
καλλιερώ — καλλιερῶ, έω (AM) παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη αρχ. 1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν») 2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή,… … Dictionary of Greek
μεταδαίνυμαι — (Α) 1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.) 2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δαίνυμαι… … Dictionary of Greek